μελαινονεφής

μελαινονεφής
μελαινονεφής, -ές (Α)
βλ.μελανονεφής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελανονεφής — και μελαινονεφής, ές (Α) αυτός που έχει μαύρα σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + νεφής (< νέφος), πρβλ. ευρυ νεφής. Ο τ. μελαινεφής κατά το κελαινεφής] …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”